- ζεόπυρον
- ζεόπυρον, τό (Α)ποικιλία τής ζέας*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέα (βλ. ζεια) + πυρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζεόπυρον — Triticum monococcum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)